καταγλυκαίνω

καταγλυκαίνω
καταγλυκαίνω (AM)
1. κάνω κάτι πολύ γλυκό
2. παρέχω μεγάλη ηδονή σε κάποιον, ευχαριστώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + γλυκαίνω (< γλυκύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταγλυκαίνω — κατά γλυκαίνω sweeten pres subj act 1st sg κατά γλυκαίνω sweeten pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • καταγλυκάζω — (Μ) καταγλυκαίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γλυκάζω (< γλυκύς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”